- ἐνθουσιασμούς
- ἐνθουσιασμόςinspirationmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
възаконениѥ — ВЪЗАКОНЕНИ|Ѥ (8*), ˫А с. Установление, закон, правило: и си˫а [сны] ˫ако ст҃го д҃ха. въдъхновены оучать вѣровати. възаконѥни˫а си˫а ст҃ы˫а наричюще. (ἐνϑουσιασμούς!) КЕ XII, 287а; симъ дѣтелнымь взакѡнениѥмь. паки и словомь оутвердивъ МПр XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… … Dictionary of Greek
εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… … Dictionary of Greek
Ιμπέρ, Ζακ — (JacquesIbert, Παρίσι 1890 – 1962). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και το 1919 κέρδισε το βραβείο της Ρώμης. Αν και πνευματικά βρισκόταν κοντά στην Ομάδα των Έξι, ο Ι. διατήρησε αυτόνομη καλλιτεχνική φυσιογνωμία, μακριά από… … Dictionary of Greek
Πουτσίνι, Τζάκομο — (Puccini, Λούκα 1858 – Βρυξέλλες 1924). Iταλός συνθέτης. Eίναι αναμφισβήτητα ο διασημότερος μιας παλαιάς οικογένειας μουσικών (ο πατέρας του Μικέλε, συνθέτης εκκλησιαστικής μουσικής, διηύθυνε με μεγάλη ικανότητα μια σχολή μουσικής), ο Π. άρχισε… … Dictionary of Greek
Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… … Dictionary of Greek
Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… … Dictionary of Greek